παιδεμός

παιδεμός
και στον Ερωτόκρ., παιδωμός, ο και παιδωμή, η
[παιδεύω]
1. τιμωρία, επιβολή ποινής
2. ταλαιπωρία, βάσανο, κακοπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδεμός — ο βλ. παίδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • παίδα — η βάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός («επάσκισ όσο μπόρεσε την παίδα ν αλαφρώσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παιδεύω] …   Dictionary of Greek

  • παίδεμα — το [παιδεύω] βάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός, δοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • παιδωμή — η βλ. παιδεμός …   Dictionary of Greek

  • παιδωμός — ο βλ. παιδεμός …   Dictionary of Greek

  • παίδεμα — παίδεμα, το και παιδεμός, ο συνεχής ή έντονη σωματική ή ψυχική κούραση, ταλαιπωρία, βάσανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”